Αμπουάζ

Αμπουάζ
(Amboise).Μικρή ιστορική πόλη (περ. 13.000 κάτ.) της Γαλλίας, κοντά στην Τουρ, στην αριστερή όχθη του Λουάρ. Αποτελεί έδρα σημαντικών βιομηχανικών δραστηριοτήτων (υποδημάτων, φαρμάκων, τσιμέντου, φωτογραφικών φιλμ, αθλητικών ειδών, ραδιοφώνων κλπ.). Κυρίως, όμως, είναι γνωστή για τα πολυάριθμα ιστορικά μνημεία, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει ο πύργος του Α., που χτίστηκε (1492-98) από τον βασιλιά Κάρολο H’ και αποτελεί μια αρμονική σύνθεση γοτθικού και αναγεννησιακού ρυθμού. Θα πρέπει, επίσης, να μνημονευτεί το παρεκκλήσιο (1493) του Αγίου Ουμβέρτου, όπου βρισκόταν ο υποτιθέμενος τάφος του Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο οποίος πέθανε στην πόλη αυτή. Α., συνωμοσία.Μηχανορραφία των Ουγενότων (Μάρτιος 1560) για να αποσπάσουν τον βασιλιά Φραγκίσκο B’ από την επιρροή των Γκιζ και να φέρουν στην εξουσία τον πρίγκιπα του Κοντέ. Η συνωμοσία, αρχηγός της οποίας ήταν ο Λα Ρενοντί, αποκαλύφθηκε από τον επίσης συνωμότη δικηγόρο Π. ντεζ Αβενέλ και καταπνίγηκε στο αίμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • Αμπντ ελ-Καντέρ ή Αμπντ αλ-Καντέρ — (Μασκάρα 1807 Δαμασκός 1883). Αλγερινός εμίρης.Ανήκε σε πλούσια και παλιά οικογένεια και έκανε αξιόλογες σπουδές. Για δεκαπέντε χρόνια υπήρξε o εμψυχωτής του σκληρού και επίμονου αγώνα των αλγερινών φυλών για την ανεξαρτησία της Αλγερίας, που την …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γκιζ — (Guise). Επώνυμο γαλλικής οικογένειας δουκών, πλάγιος κλάδος του οίκου της Λορένης, μέλη της οποίας έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Γαλλίας τον 16ο αι. Γενάρχης ήταν ο Κλαύδιος (1496 1550) που ανακηρύχθηκε από τον Φραγκίσκο Α’ πρώτος… …   Dictionary of Greek

  • Εντρ-ε-Λουάρ — (Indre et Loire). Νομός (6.127 τ. χλμ., 554.003 κάτ. το 1999) της κεντρικής Γαλλίας, με πρωτεύουσα την Τουρ (137.046 κάτ.). Αποτελείται από την παλιά επαρχία Τουρέν, μικρό μέρος της Ορλεάνης, της Ανδηγαυίας και του Πουατού. Η ονομασία του… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”